Ταυτότητα: Ο όρος «ζωμός οστρακοειδών» χρησιμοποιείται συνήθως για να μεταφράσει το γαλλικό μπισκ (bisque), που περιγράφει τον υγρό, συμπυκνωμένο πολτό που απομένει από το σιγανό βράσιμο διαφόρων μαλακοστράκων, μαζί με τα κελύφη τους, που είναι και η πεμπτουσία της συμπυκνωμένης γεύσης τους. Η μπισκ είναι μια σούπα, από μόνη της, αλλά χρησιμοποιείται και ως βάση για πολλές άλλες σούπες και σάλτσες.
Μορφή: Ο αφυδατωμένος ζωμός των οστρακοειδών έχει τη μορφή σκόνης, με ζωηρό ρόδινο πορτοκαλί χρώμα, που παραπέμπει στο κέλυφος της γαρίδας και στο «κοράλλι» των οστράκων.
Αρώματα και γεύση: Βαθύ συμπυκνωμένο άρωμα μαλακοστράκων, μαζί με λαχανικά ζωμού και έντονη αίσθηση ιωδίου, που επανέρχονται και στη γεύση.
Στην κουζίνα: Χρησιμοποιείται διαλυμένος σε νερό για να αρωματίσει σούπες και σάλτσες θαλασσινών, αλλά και ως ζωμός για να βράσει το πιλάφι, το ριζότο ή η μακαρονάδα θαλασσινών. Μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί και σε μαρινάδες, ντρέσινγκ σαλάτας ή πασπαλιστό πάνω από πολλά πιάτα με οστρακοειδή, στα οποία δεν δίνει απλώς γεύση και άρωμα, αλλά και ένα ζωηρό, ευχάριστο χρώμα.
Ταιριάσματα: Συνδυάζεται με κόκκινες πιπεριές ή τσίλι και καγιέν, φρέσκο δυόσμο ή φρέσκο κόλιανδρο, χυμό και ξύσμα λεμονιού, πάστα σκόρδου, τζίντζερ, καρδάμωμο, πράσινο πιπέρι, πράσινο μπούκοβο, γλυκάνισο, σουμάκι, λέμον-γκρας και μαραθόσπορους