Ταυτότητα: Ο κόκκινος σιναπόσπορος (ή κόκκινο σινάπι ή κόκκινοι σπόροι μουστάρδας) προέρχεται από το φυτό Brassica juncea ή Ινδική μουστάρδα, που ανήκει, όπως και τα υπόλοιπα είδη της μουστάρδας, στην μεγάλη οικογένεια των σταυρανθών ή κραμβοειδών, συγγενεύει δηλαδή με το λάχανο και το κουνουπίδι. Το συγκεκριμένο είδος, που κάποιοι επίσης ονομάζουν και καφέ μουστάρδα, καλλιεργείται στην Ασία, την Αφρική αλλά και στη Ρωσία, ενώ εκτός από τους σπόρους του, είναι βρώσιμα τα φύλλα και τα κοτσάνια του. Οι σπόροι συλλέγονται λίγο πριν ωριμάσουν τελείως και ανοίξει το περικάρπιο που τους προστατεύει.
Μορφή: Οι σπόροι του κόκκινου σιναπιού είναι πολύ μικροί, ολοστρόγγυλοι, σκληροί, με χρώμα που κινείται ανάμεσα στο καφέ και το κεραμιδί.
Αρώματα και γεύση: Ο κόκκινος σιναπόσπορος γευστικά και αρωματικά είναι πιο έντονος από τον κίτρινο και λιγότερο έντονος από τον μαύρο. Όμως, όπως και οι άλλοι δύο, για να αποδώσει τα θερμά, πικάντικα αρώματα ή την ελαφρά καυστική γεύση του, θα πρέπει να σπάσει και να έλθει σε επαφή με υγρό.
Στην κουζίνα: Δημοφιλείς στις κουζίνες της Ασίας και της Αφρικής, όπου τριμμένοι συμμετέχουν σε πάρα πολλά μείγματα μπαχαρικών, κάρι και μάσαλα, οι σπόροι της κόκκινης μουστάρδας μπορούν να αρωματίσουν την άλμη για τα τουρσιά ή τις πίκλες, αλλά και τις μαρινάδες κρεατικών. Σε μορφή σκόνης, που χρειάζεται να μείνει σε κρύο νερό για 10 περίπου λεπτά πριν αναμειχθεί με άλλα υλικά, ώστε να σχηματισθούν οι ενώσεις που της χαρίζουν την ιδιαίτερη γεύση της, μπορεί να προστεθεί σε μαγειρευτά της κατσαρόλας, λίγο πριν κατέβουν από τη φωτιά, ή σε σάλτσες.
Ταιριάσματα: Τους ταιριάζει το ξίδι, το σκόρδο, το κύμινο, η ασαφετίδα, αλλά και τα ξερά βότανα, όπως το θυμάρι και η ρίγανη.