Ταυτότητα: Η σελινόριζα είναι η βρώσιμη, γογγυλώδης ρίζα –για την ακρίβεια το υποκοτύλιο– της ποικιλίας rapaceum, μιας από τις τρεις γνωστότερες του φυτού Σέλινον το βαρύοσμον (Apium graveolens). Από τις άλλες δυο ποικιλίες, η μια καλλιεργείται για τα φύλλα της, αυτή που στα ελληνικά ονομάζουμε σέλινο, και η άλλη, που είναι γνωστή ως σέλερι (celery), για τους μίσχους της. Το σέλινο, που ανήκει στην ίδια οικογένεια με το καρότο, το μάραθο και αρκετά ακόμα μυριστικά, κατάγεται από τη λεκάνη της Μεσογείου και ήταν γνωστό τόσο στους αρχαίους Έλληνες όσο και στους Αιγύπτιους. Η ποικιλία, όμως, που δίνει τη σελινόριζα, φαίνεται πως αναπτύχθηκε αρκετά αργότερα, ενώ έγινε δημοφιλής ως τροφή, στη δυτική Ευρώπη, γύρω στον 17ο αιώνα.
Μορφή: Μικρά, αφυδατωμένα κομμάτια σελινόριζας, με υπόλευκο χρώμα.
Αρώματα και γεύση: Στην αφυδατωμένη της μορφή, η σελινόριζα δεν έχει ιδιαίτερο άρωμα ή γεύση. Μόλις όμως ενυδατωθεί, αναπτύσσει το ιδιαίτερο άρωμα της φρέσκιας, με τις φυτικές και πικάντικες νότες, ενώ στο στόμα η γλύκα του λαχανικού συναντιέται με μια πολύ διακριτική πίκρα.
Στην κουζίνα: Χρησιμοποιήστε την, αφού την ενυδατώσετε, για να δημιουργήσετε νόστιμες σούπες ή κάντε την πουρέ, είτε μόνη της είτε μαζί με πατάτα. Γαρνίρετε πιάτα κρεατικών ή προσθέστε την στη γέμιση για το κοτόπουλο ή τη γαλοπούλα.
Ταιριάσματα: Ταιριάζει με τον μαϊντανό, την πάπρικα, το λεμόνι, το φασκόμηλο, το κύμινο και το μπούκοβο.