Ταυτότητα: Η λέξη πέστο προέρχεται από το ιταλικό ρήμα pestare, που σημαίνει αλέθω ή κάνω σκόνη και στην πραγματικότητα περιγράφει τον τρόπο με τον οποίο παρασκευάζονται όλες οι παραλλαγές αυτής της σάλτσας. Ασφαλώς η διασημότερη παραλλαγή της είναι αυτή από την περιοχή της Γένοβας, στη βορειοδυτική Ιταλία, όπου, σε μαρμάρινο γουδί με ξύλινο γουδοχέρι, αλέθονται μέχρι να γίνουν πολτός, σκόρδο, κουκουνάρι, φύλλα βασιλικού, χοντρό αλάτι και τριμμένο σκληρό τυρί (παραδοσιακά, ένα μείγμα από Παρμεζάνα και Πεκορίνο). Αν και ο βασιλικός, που αποτελεί πλέον κυρίαρχο συστατικό της, φαίνεται να προστέθηκε τον 19o αιώνα, οι ρίζες της συνταγής, περνώντας από τοn Μεσαίωνα, φτάνουν στους ρωμαϊκούς χρόνους, ενώ και στη γειτονική, γαλλική Προβηγκία συναντάμε μια παραλλαγή της, με την ονομασία pistou. Η έτοιμη σάλτσα πέστο τζενοβέζε του Μπαχάρ, βασίζεται στην αυθεντική συνταγή και σας βοηθά να εξοικονομήσετε χρόνο και κόπο.
Μορφή: Ο βασιλικός δίνει το χαρακτηριστικό πράσινο χρώμα στη σάλτσα, ενώ διακρίνονται τα σπασμένα κομμάτια του τυριού και των κουκουναριών.
Αρώματα και γεύση: Αρωματικά τον τόνο δίνουν ο βασιλικός και το σκόρδο, ενώ στη γεύση το τυρί και το λάδι προσθέτουν όγκο, και το σκόρδο με τον βασιλικό, αρώματα.
Στην κουζίνα: Τα ζυμαρικά είναι ο αχώριστος σύντροφος της σάλτσας πέστο τζενοβέζε. Στον τόπο καταγωγής της μάλιστα προτιμούν τα «trofie», ένα είδος κοντά ζυμαρικά που θυμίζουν τα στριφτάρια, ή τα μακριά και πλατιά trenette, που μοιάζουν με τα linguini, ενώ και τα spaghetti είναι μια καλή εναλλακτική. Ακόμα, συχνά τη χρησιμοποιούν για να νοστιμίσουν τα νιόκι πατάτας και τη σούπα μινεστρόνε, όταν δεν έχει τομάτα.
Ταιριάσματα: Η ισχυρή και ολοκληρωμένη της προσωπικότητα δεν χρειάζεται κανενός είδους συντροφιά. Διατηρείται στο ψυγείο για περίπου μία εβδομάδα.