Ταυτότητα: Το όνομα κιούμελ προέρχεται από την γερμανική λέξη Kümmel, που χρησιμοποιείται για να περιγράψει τους λεπτούς, οβάλ, ραβδωτούς «σπόρους» –που στην πραγματικότητα είναι οι καρποί– του φυτού Κάρος ο κυμινοειδής (Carum carvi), ιθαγενούς της δυτικής Ασίας, της Ευρώπης και της βόρειας Αφρικής. Αποκαλείται και αγριοκύμινο, κύμινο των αγρών, κύμινο της Μεσημβρίας ή περσικό κύμινο, εσφαλμένα όμως, καθώς δεν πρόκειται για κάποιον αυτοφυή πρόγονο του φυτού κύμινο (Κούμινον το κύμινον), παρότι και τα δύο φυτά ανήκουν στην ίδια οικογένεια των Απιδών ή Σκιαδανθών.
Μορφή: Το κιούμελ, σ ’αυτή τη μορφή των ολόκληρων αχνοπράσινων ή χρυσοκαφετί «σπόρων», διατηρεί καλύτερα τη γεύση του και κονιορτοποιείται, πριν τη χρήση του, σε μύλο του καφέ ή σε γουδί.
Αρώματα και γεύση: Όποιος έχει δοκιμάσει το γερμανικό ψωμί σίκαλης (Pumpernickel) και γερμανικά μπράντι με φρούτα (Schnaps, σναπς) ή σκανδιναβικά αποστάγματα (akvavit aquavit ή akevitt, νερό της ζωής), σίγουρα μπορεί να αναγνωρίσει το γλυκανισάτο άρωμα του κιούμελ, που θυμίζει κάτι ανάμεσα σε αστεροειδή γλυκάνισο, κύμινο και γλυκόριζα, αλλά φέρει και νότες ξύλου ή αποξηραμένης πορτοκαλόφλουδας.
Στην κουζίνα: Στην κατσαρόλα, κλεισμένοι σε φακελάκι ή σακουλάκι από τουλπάνι, οι σπόροι του δίνουν τη διαφορετική τους νότα σε φαγητά με πατάτες, λάχανο, κρεμμύδια, μήλα, λαχανικά, ρίζες, όπως η σελινόριζα, στις ωμές τομάτες, καθώς και σε φαγητά με πουλερικά (χήνα ή πάπια) και αφαιρούνται εύκολα μετά το μαγείρεμα. Το κιούμελ χρησιμοποιείται σε πολλές κουζίνες της Ευρώπης, για να αρωματίζει ψωμιά, μπισκότα, κουλούρια, γλυκά ψωμιά, σαν το γαλλικό pain d’épices (ψωμί μπαχαρικών), και διάφορα φαγητά με έντονες γεύσεις, όπως το πολωνέζικο γαμήλιο φαγητό κιέλμπασα (Kielbasa) με τα ομώνυμα λουκάνικα, το ουγγρικό γκούλας, το γερμανικό ζάουερκράουτ (Sauerkraut) με το ξινολάχανο, την ουγγαρέζικη κοτόσουπα (köménymag leves), αλλά και τη μαροκινή σούπα οσπρίων (harira). Οι Γάλλοι αρτύζουν με κιούμελ κάποια τυριά τους με γερμανικές καταβολές, όπως το αλσατικό Μανστέρ (Munster). Κάποια άλλα τυριά αρωματίζονται με κιούμελ κατά τη διαδικασία παραγωγής τους, όπως τα Ζερομέ (Géromé) της Λορραίνης ή το ολλανδικό Λέιντεν (Leyden). Συμμετέχει επίσης στα τυνησιακά μείγματα ταμπίλ (tabil) –μαζί με κύμινο, ξερό κόλιανδρο και τσίλι–, στη χαρίσα (harissa) και στο μείγμα ζούγκ (zhoug) της Υεμένης.
Ταιριάσματα: Παρά τον έντονο αρωματικό του χαρακτήρα, το κιούμελ ταιριάζει καλά με τον ξερό κόλιανδρο, τον μαϊντανό, τον άρκευθο, το θυμάρι, και το σκόρδο.