Ταυτότητα: Η δάφνη είναι ένα φυτό στενά δεμένο με την αρχαία ελληνική μυθολογία και ιστορία, αλλά και τη νεότερη μαγειρική μας παράδοση. Πρόκειται για αειθαλή θάμνο ή μικρό δέντρο, που ανήκει στη οικογένεια των δαφνωδών, όπου ανήκουν επίσης τα διάφορα είδη κανέλας. Παρά τη συγγένεια αυτή, το είδος που γνωρίζουμε στην Ευρώπη, το Laurus nobilis ή δάφνη του Απόλλωνα, κατάγεται από τη μεσογειακή λεκάνη. Άλλωστε, η ονομασία της στα ελληνικά παραπέμπει στη νύμφη Δάφνη, που μεταμορφώθηκε στο ομώνυμο φυτό για να αποφύγει την ερωτική επίθεση του θεού Απόλλωνα. Από τη λατινική ονομασία laurus και τη μεσαιωνική συνήθεια να στεφανώνονται οι απόφοιτοι των ιατρικών σχολών με καρποφόρα κλαδιά δάφνης, προέκυψε η λέξη baccaleauréat (bacca+ laurea=καρπός της δάφνης), που μπαίνει σιγά σιγά στην εκπαιδευτική μας πραγματικότητα. Για τη μαγειρική ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα αποξηραμένα φύλλα του φυτού, καθώς με την αποξήρανση περιορίζονται τα πικρά στοιχεία του φρέσκου φύλλου, αλλά τονίζονται τα αρώματά του.
Μορφή: Ολόκληρα, αποξηραμένα φύλλα, με ζωηρό, ασημοπράσινο χρώμα.
Αρώματα και γεύση: Το ιδιαίτερο, δροσιστικό και επίμονο άρωμα του δαφνόφυλλου θυμίζει ρετσίνι, με νότες κανέλας και λεμονιού. Στο στόμα, εκτός από μια διακριτική πίκρα, που αφήνει στο τέλος και την οποία σπάνια αντιλαμβανόμαστε, αφού το φύλλο απομακρύνεται στο τέλος του μαγειρέματος, δεν προσφέρει κάτι άλλο.
Στην κουζίνα: Αγαπημένο μυρωδικό στις περισσότερες δυτικές κουζίνες, χρησιμοποιείται σε σούπες, όσπρια, μαρινάδες κρεατικών, σάλτσες, λαδερά, οστρακόδερμα, ψάρια στην κατσαρόλα, κυνήγι.
Ταιριάσματα: Ταιριάζει με τα περισσότερα μυρωδικά και μπαχαρικά, γι’ αυτό και συμμετέχει σε πολλά μείγματα.