Ταυτότητα: Το miso (μίσο) θεωρείται ένα από τα πιο σημαντικά αρτύματα της γιαπωνέζικης κουζίνας και η ιστορία του χάνεται, κυριολεκτικά, στα βάθη των αιώνων. Είναι αποτέλεσμα της ζύμωσης, για μικρότερο ή μεγαλύτερο διάστημα, φασολιών σόγιας, άλλων δημητριακών και θαλασσινού αλατιού, που με τη βοήθεια του μύκητα koji (Aspergillus oryzae), μετατρέπονται σε μια πηχτή πάστα. Με το πέρασμα των χρόνων δημιουργήθηκαν δεκάδες είδη μίσο, τα οποία διαφοροποιεί η σύνθεση, το χρώμα και η γευστική τους ένταση. Το akamiso, το κόκκινο μίσο, όπου επικρατούν τα ατμισμένα φασόλια σόγιας, είναι προϊόν παρατεταμένης ζύμωσης, εξ ου και το πολύ έντονο χρώμα του.
Μορφή: Η σκόνη του ακαμίσο έχει πορτοκαλοκόκκινο, σαν του πηλού, χρώμα και φυσικά δημιουργείται με την αποξήρανση και την κονιορτοποίηση της αντίστοιχης πάστας.
Αρώματα & γεύση: Η γεύση του είναι πολύ έντονη (πιο αλμυρή και πιο έντονη από του λευκού μίσο), συνεπώς πρέπει να χρησιμοποιείται με φειδώ, όχι μόνο γιατί είναι αλμυρό, αλλά και για να μην υπερκαλύπτει τα ηπιότερα υλικά της παρασκευής.
Στην κουζίνα: Το κόκκινο μίσο, λόγω της υψηλής περιεκτικότητάς του σε φυτική πρωτεΐνη, θεωρείται δυναμωτικό και είναι ιδιαίτερα δημοφιλές στην περιοχή του Τόκιο. Καθώς περιέχει αρκετό αλάτι, προσθέτει ένταση και σώμα σε σούπες όπως η misoshiru και σε μαρινάδες. Δίνει όγκο και γεύση σε σάλτσες, ντιπ και ντρέσινγκ για σαλάτες, ενώ νοστιμίζει τα μείγματα για «πανάρισμα» κρεάτων και ψαριών.
Ταιριάσματα: Συνήθως χρησιμοποιείται σε συνδυασμό με ξίδι, σάλτσα σόγιας και το ιαπωνικό μείγμα των 7 μπαχαρικών. Του ταιριάζει το καβουρδισμένο σουσάμι, το τζίντζερ, το λεμόνι και το σκόρδο.