Ταυτότητα: Κύμινο ονομάζονται οι αποξηραμένοι σπόροι του φυτού Κύμινον το ήμερον (Cuminum cyminum), που ανήκει στην οικογένεια των σκιαδοφόρων και είναι συγγενές του μαϊντανού και του άνηθου. Αν και ιθαγενές φυτό της κοιλάδας του Νείλου, πριν από 4.000 χρόνια άρχισε να καλλιεργείται σε πολλές θερμές περιοχές, από τη Μινωική Κρήτη μέχρι την ανατολική Μεσόγειο και την Ινδία, ενώ οι Ισπανοί κονκισταδόρες το ταξίδεψαν και μέχρι τη χερσόνησο του Γιουκατάν, στο Μεξικό. Στην αρχαία Ρώμη αγαπήθηκε τόσο πολύ που χρησιμοποιήθηκε, σχεδόν, όπως το πιπέρι.
Μορφή: Οι κιτρινο-κάστανοι ριγωτοί σπόροι του κύμινου είναι οβάλ και λεπτοί σαν τους κόκκους του ρυζιού νυχάκι ή μπασμάτι. Συχνά συγχέονται στην όψη και το άρωμα με το κάρβι, τους σπόρους του αγριοκύμινου δηλαδή.
Αρώματα-γεύση: Το άρωμά του είναι θερμό και επίμονο, ενώ θυμίζει ελαφρά άνηθο και εσπεριδοειδή. Η επίγευση του είναι ελάχιστα υπόπικρη, για αυτό η χρήση συνιστάται με μέτρο.
Στην κουζίνα: Το κύμινο είναι το κυρίαρχο μπαχαρικό στις κουζίνες της Μέσης Ανατολής (Λίβανος, Συρία, Τουρκία), του Ιράν, της Ινδίας, του Μεξικού, της Νέας Ορλεάνης και της Βόρειας Αφρικής, ενώ στην Ελλάδα χρησιμοποιείται κυρίως στην κουζίνα της Κρήτης, της Κύπρου (όπου ονομάζεται «αρτυσιά») και της Μικράς Ασίας. Έχει κυρίαρχη θέση στα αραβικά και βορειοαφρικανικά μείγματα «μπαχαράτ», στο αιγυπτιακό ντούκα (dukkah), στο ιδιαίτερο κάρι κολόμπο (Colombo) της Καραϊβικής, στη δημοφιλή στο Ισραήλ και την Υεμένη καυτερή σάλτσα zhug και σε διάφορα ινδικά μασάλα και κάρι. Κολακεύει ιδιαίτερα το χοιρινό κρέας.
Ταιριάσματα: Συνδυάζεται καλά με το μπαχάρι, το γαρίφαλο, την κανέλα, το τσίλι, τον μαραθόσπορο, το μοσχοσίταρο, το περικάρπιο του μοσχοκάρυδου, τους σπόρους της μουστάρδας και τη ρίγανη.