Ταυτότητα: Η πιπερόριζα ή τζίντζερ είναι το ρίζωμα του φυτού Ζιγγίβερις η φαρμακευτική (Zingiber officinale), το οποίο κατάγεται από τη νότια Κίνα και ανήκει στην ίδια οικογένεια με τον κουρκουμά, το καρδάμωμο και το γκαλανγκάλ. Σήμερα, καλλιεργείται σε ολόκληρη την τροπική και υποτροπική Ασία, την Αφρική, τη Βραζιλία, την Τζαμάικα και την Αυστραλία. Σε αυτή τη μεγάλη διασπορά, οφείλονται και οι όποιες διαφοροποιήσεις στη γεύση του τζίντζερ. Στη μαγειρική φαίνεται πως έκανε την εμφάνισή του πρώτα στη Μεσοποταμία, στις κουζίνες των Ασσυρο-Βαβυλωνίων, και από εκεί πέρασε στην Αίγυπτο. Στην Ευρώπη διαδόθηκε από τους Ρωμαίους, οι οποίοι υπήρξαν και φανατικοί καταναλωτές του. Ένας από τους τρόπους συντήρησης του φρέσκου τζίντζερ είναι η μετατροπή του σε πάστα.
Μορφή: Πάστα με ανοιχτό, κίτρινο χρώμα, όπου ξεχωρίζουν τα χοντροαλεσμένα κομμάτια του τζίντζερ.
Αρώματα και γεύση: Φρέσκα λεμονάτα και πιπεράτα αρώματα στη μύτη, που συνδυάζονται με ευχάριστο κάψιμο και λεμονάτο τελείωμα στο στόμα.
Στην κουζίνα: Η πάστα του τζίντζερ είναι ένας ενδιαφέρων, εναλλακτικός τρόπος, να προσθέσουμε τη γεύση και τα αρώματά του στα πιάτα μας. Δοκιμάστε την σε μαρινάδες για κρέατα ή σε λαχανικά τηγανητά στο wok. Χρησιμοποιήστε την στα διάφορα ταρτάρ ψαριών και αντικαταστήστε τό, μάλλον δυσεύρετο, φρέσκο τζίντζερ, στα κέικ και τα κουλουράκια. Δίνει έναν αέρα ανατολής σε ρύζια, λαχανικά και σάλτσες.
Ταιριάσματα: Ταιριάζει με το σκόρδο, το λεμόνι, το φασκόμηλο, το δενδρολίβανο, τον κουρκουμά, το γάλα καρύδας, το κύμινο, την ασαφετίδα, την κανέλα και το γαρίφαλο.