Ταυτότητα: Το μαύρο, μακρύκοκκο αφρικανικό πιπέρι ή αλλιώς πιπέρι Τιμίζ (στην αμχαρική, την επίσημη γλώσσα της Αιθιοπίας) είναι οι καρποί του αναρριχώμενου φυτού Πιπέρι το Αφρικανικό (Piper capense*), οι οποίοι συλλέγονται στα δάση των καφεόδεντρων της ζώνης Κέφφα (Keffa Zone) της Αιθιοπίας, μιας περιοχής προστατευόμενης από την UNESCO. Πρόκειται για ένα σπάνιο είδος μακροπίπερου, συγγενές των ασιατικών ειδών Πιπέρι το μακρόν (Piper longum) και Πιπέρι ρετροφράκτης (Piper refractum), το οποία εμφανίστηκε για πρώτη φορά στις αγορές της Δύσης το 1984. Καθώς τα δενδρύλλια του αφρικανικού μακρύκκοκου πιπεριού φύονται σε υγρές, τροπικές περιοχές, όπου είναι δύσκολο να αποξηραθούν στον ήλιο οι καρποί τους, τους αποξηραίνουν εκθέτοντάς τους σε φωτιά.
Μορφή: Στην όψη διαφέρει από τα ασιατικά μακρύκοκκα πιπέρια, γιατί το καστανό του «στάχυ» είναι πιο μικρό και πιο εύθραυστο. Τα σποράκια του δίνουν ευκολότερα από τα ασιατικά τα αρώματα και τη γεύση τους στις σάλτσες και τις μαρινάδες, αν και χρειάζονται ένα ελαφρύ κοπάνισμα στο γουδί, πριν μπουν σε μύλο πιπεριού.
Αρώματα και γεύση: Το άρωμα του είναι έντονο, φρέσκο και ελαφρώς καμφορούχο –και όχι φρουτώδες ή γλυκό, όπως των ασιατικών μακροπίπερων– με διακριτές νότες χλωρού καπνού, ρητίνης και μπαχαριού. Η γεύση του είναι γήινη, με νότες καπνού και μέντας.
Στην κουζίνα: Ταιριάζει με φρέσκα τυριά, με επιδόρπια φρούτων ή πικρή σοκολάτα, αλλά και σε φαγητά με συκωτάκια πουλιών. Χάρη στο κάπνισμά του παντρεύεται αρμονικά με κυνήγι ή άλλα έντονα κρέατα, ενώ τονίζει ευχάριστα ρύζια και ζυμαρικά. Αρκούν 1-2 σπασμένα μακροπίπερα για να αρωματίσουν φαγητά με λαχανικά ή όσπρια, σε μορφή πουρέ ή σούπας. Είναι βασικό συστατικό της αιθιοπικής κουζίνας, η οποία χρησιμοποιεί λίγα μπαχαρικά μόνα τους, αλλά πολλά μείγματα, όπως το μπερμπέρ (berbere), όπου επικρατεί το πιπέρι αυτό.
Ταιριάσματα: Συνδυάζεται αρμονικά με την κανέλα και τα άνθη της, με διάφορα άλλα πιπέρια, με την τόνκα, το μοσχοκάρυδο και το τζίντζερ, καθώς και με τα περισσότερα μυριστικά.
* Capense <Cap, δηλαδή του ακρωτηρίου, σύμφωνα τη λανθασμένη εκτίμηση των βοτανολόγων του 18ου αιώνα, οι οποίοι αγνοούσαν σε ποια χώρα ανήκει το Ακρωτήριο της Καλής Ελπίδας.