Ταυτότητα: Οι δύο αυτές λέξεις στα χίντι, αλλά και στις υπόλοιπες γλώσσες της Ινδίας, περιγράφουν το θερμό (garam) μείγμα μπαχαρικών (masala). Το Γκάραμ Μασάλα είναι το πιο κοινό και το πιο ασταθές ως προς τη σύνθεσή του μείγμα μπαχαρικών της ινδικής κουζίνας. Συνηθίζεται και στις κουζίνες του Πακιστάν, του Νεπάλ και περισσότερων χωρών της νότιας Ασίας, όπου χρησιμοποιείται μόνο του ή μαζί με άλλα μείγματα. Η σύνθεσή του διαφέρει από χώρα σε χώρα, από περιοχή σε περιοχή, από φυλή σε φυλή, ακόμα και από σπίτι σε σπίτι. Συνήθως περιέχει κανέλα, πράσινο ή μαύρο καρδάμωμο, γαριφαλόκαρφα, μαραθόσπορο, κόλιανδρο, μαύρο πιπέρι, μοσχοκάρυδο και αποξηραμένες κόκκινες πιπεριές, οι οποίες καθορίζουν πόσο καυτερό θα είναι. Εντούτοις, για τους Ινδούς, ο χαρακτηρισμός «θερμό» δεν αναφέρεται στην καυστικότητά του, αλλά στη θερμότητα που παρέχει στο σώμα, σύμφωνα με τη δική τους, αγιουρβεδική προσέγγιση της διατροφής.
Μορφή: Σκόνη με βαθύ μπρούντζινο, σχεδόν καφέ χρώμα.
Αρώματα και γεύση: Τα έντονα αρώματά του είναι ο ορισμός των «ζεστών» αρωμάτων, γλυκά και ξυλώδη, με κυρίαρχες νότες το κύμινο και τα κανελογαρίφαλα. Επανέρχονται και στη γεύση του, η οποία είναι ευχάριστα πιπεράτη.
Στην κουζίνα: Το γκάραμ μασάλα χρησιμοποιείται κατά προτίμηση προς το τέλος του μαγειρέματος, σε σούπες και στα μαγειρευτά φαγητά που οι Ινδοί ονομάζουν «κάρυ». Συνήθως είναι φαγητά με κρέας, κοτόπουλο ή τυρί, αλλά και χορτοφαγικά με λαχανικά ή όσπρια. Μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί και στο τέλος, ως άρτυμα, πασπαλιστό, πάνω από αυγά, ρύζι, ζυμαρικά ή ψητά της σχάρας.
Ταιριάσματα: Το μείγμα είναι τόσο πληθωρικό, που δεν χρειάζεται να προσθέσει κανείς κάτι επιπλέον. Μπορεί να συνδυαστεί με ντομάτα, σκόρδο, γάλα καρύδας και φρέσκο κόλιανδρο ή δυόσμο.