Ταυτότητα: Οι καυτερές πιπεριές που ανήκουν στο γένος των θαμνωδών Καψικών (Capsicum frutescens) και κατάγονται από τις τροπικές περιοχές της Ν. Αμερικής, έγιναν γνωστές στον υπόλοιπο κόσμο με το γενικό όνομα τσίλι (chili). Στην Ινδία διαδόθηκαν χάρη στον Πορτογάλο θαλασσοπόρο Βάσκο ντα Γκάμα, ο οποίος κατέπλευσε τον Μάιο του 1498 στις ακτές της χώρας. Τα τσίλι γοήτευσαν τους Ινδούς, που σύντομα άρχισαν να τα καλλιεργούν. Σταδιακά, οι καυτερές πιπεριές έγιναν σημαντικό στοιχείο της κουζίνας των περισσότερων περιοχών της χώρας. Στα χίντι, την επίσημη γλώσσα της Ινδίας, όλες οι καυτερές πιπεριές, ολόκληρες ή σε σκόνη, αποκαλούνται «μιρτσί» (mirchi) ή μιρτς (mirch) –και ενίοτε φέρουν ένα πρώτο συνθετικό, δηλωτικό της προέλευσης τους (π.χ. λαλ μιρτς, από την Καράλα)
Μορφή: Η λεπτή σκόνη από τις αποξηραμένες στον ήλιο πιπεριές έχει έντονο πορτοκαλί χρώμα, το οποίο για να διατηρήσουν οι Ινδοί συνηθίζουν να του προσθέτουν μερικές σταγόνες λάδι. Αρώματα και γεύση: Το άρωμα του είναι ευχάριστα φρουτώδες στη μύτη, αλλά δεν είναι εξίσου αισθητό στο στόμα, όπου η κυρία αίσθηση είναι ένα δυνατό κάψιμο (48.000- 50.000 SHU, στην κλίμακα Scoville), που οφείλεται στην καψικίνη, η οποία έχει την ικανότητα να διεγείρει τον εγκέφαλο και, διαμέσου μιας σειράς διεργασιών, να προβάλλει τις υπόλοιπες γεύσεις του φαγητού.
Στην κουζίνα: Το τσίλι, ή μάλλον το μίρτσι, δίνει καυτερή γεύση στο κάρι και στα διάφορα άλλα ινδικά μείγματα μπαχαρικών. Χρησιμοποιήστε το με μέτρο σε μαγειρευτά με κρέας ή ψάρι, σε ψητά, αλλά και στα λαχανικά σας.
Ταιριάσματα: Το τσίλι ταιριάζει με όλα σχεδόν τα μπαχαρικά, ιδιαιτέρως όμως με το κύμινο. Από τα μυριστικά ταιριάζει με τον φρέσκο κόλιανδρο και το σκόρδο.